- θυρωρείο
- το (ΑΜ θυρωρεῑον, Μ και θυρώριον) [θυρωρός]νεοελλ.ο ιδιαίτερος χώρος δίπλα στην κύρια είσοδο στον οποίο διαμένει ο θυρωρός πολυκατοικίας, ξενοδοχείου, εργοστασίου, δημόσιου ή ιδιωτικού γραφείουμσν.-αρχ.το οίκημα τού θυρωρού, το δωμάτιο ή το διαμέρισμα στο οποίο μένει ο θυρωρός.
Dictionary of Greek. 2013.